- ὑπεζωκότος
- ὑποζώννυμιundergirdperf part act masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ατελεκτασία — Ιατρικός όρος που δηλώνει τη μείωση ή εξαφάνιση του αέρα από τις πνευμονικές κυψελίδες. Τις περισσότερες φορές οφείλεται σε απόφραξη ενός βρόγχου, με ταχεία απορρόφηση του αέρα από τις κυψελίδες, που έχει ως αποτέλεσμα τη σύμπτυξη του πνευμονικού … Dictionary of Greek
ενδοθωρακικός — ή, ό και ἐνδοθωράκιος, ια, ο αυτός που υπάρχει ή γίνεται στον θώρακα («ενδοθωρακική πίεση» η πίεση μέσα στην κοιλότητα τού υπεζωκότος, η οποία είναι μικρότερη τής ατμοσφαιρικής) … Dictionary of Greek
παρακέντηση — (Ιατρ.). Επέμβαση προς αφαίρεση υγρού από φυσική κοιλότητα του οργανισμού. Η ύπαρξη του υγρού μέσα σε μια κοιλότητα μπορεί να οφείλεται σε παθολογική διεργασία, όπως είναι τα τραύματα, οι φλεγμονές, οι νεοπλασίες κ.ά. Η π. εκτελείται συνήθως στην … Dictionary of Greek
Σάουερμπρουχ, Φέρντιναντ — (Sauerbruch). Γερμανός χειρούργος (Μπάρμεν 1875 Φρανκφούρτη επί του Μάιν 1951). θεωρείται θεμελιωτής της χειρουργικής του θώρακα. Δίδαξε χειρουργική στα πανεπιστήμια της Ζυρίχης (1918), του Μονάχου (1918 27) και του Βερολίνου (από το 1927). Άφησε … Dictionary of Greek
Σοκόλσκι, Γκριγκόρι Ιβάνοβιτς — Ρώσος παθολόγος (1807 1886). Σπούδασε στην Ιατρική σχολή του Πανεπιστήμιου της Μόσχας και το 1832 ανακηρύχτηκε διδάκτορας. Από το 1838 ήταν τακτικός καθηγητής της ειδικής παθολογίας στο Πανεπιστήμιο της Μόσχας. Ασχολήθηκε κυρίως με τις παθήσεις… … Dictionary of Greek